- σκληροσύνη
- η, Νη σκληρότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός. Η λ. μαρτυρείται από το 1807 στον Δ. Γουζέλη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… … Dictionary of Greek